επιποτάμιος

επιποτάμιος
ἐπιποτάμιος, -ον (Α) [ποτάμιος]
1. (για πρόσ.) αυτός που ζει, που εργάζεται στις όχθες τού ποταμού («ὁ ἐπιποτάμιος ἠπειρωτικῶς λειτουργεῑν ἐτάττετο», Συνέσ.)
2. αυτός που βρίσκεται στο ποτάμι ή κοντά σε αυτό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιποτάμιος — on a river masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιποταμίη — ἐπιποτάμιος on a river fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιποτάμιοι — ἐπιποτάμιος on a river masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”